- εγκαταλιμπάνω
- ἐγκαταλιμπάνω (AM)εγκαταλείπω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαταλιμπάνω — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)